εὔνοιαι — εὔνοια goodwill fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
εὐνοίᾳ — εὐνοίᾱͅ , εὔνοια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) εὐνοίᾱͅ , εὔνοια goodwill fem dat sg (attic doric ionic aeolic) εὐνοΐαι , εὔνοια goodwill fem nom/voc pl εὐνοΐᾱͅ , εὔνοια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔνοι' — εὔνοια , εὔνοια goodwill fem nom/voc sg εὔνοιαι , εὔνοια goodwill fem nom/voc pl εὔνοια , εὔνοιος neut nom/voc/acc pl εὔνοιε , εὔνοιος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)